δισκογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισκογραφία θηλυκό
- λίστα με δίσκους μουσικής, σύνολο δίσκων ενός καλλιτέχνη ή μιας χώρας
- Η ελληνική δισκογραφία
- Η δισκογραφία του Μάνου Χατζιδάκι
- εγγραφή σε δίσκο
- Ασχολείται με τη δισκογραφία
- (ιατρική) επεμβατική εξέταση των μεσοσπονδύλιων δίσκων (ετυμολογείται από τη λεξη discography)
- Η εξέταση της δισκογραφίας γίνεται με χορήγηση αναισθησίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισκογραφία