διστάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διστάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διστάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðiˈsta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐στά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

διστάζω, αόρ.: δίστασα (χωρίς παθητική φωνή)

  • το να μην είμαι σίγουρος/-η
    ※  "Γιατί διστάζεις;" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διστάζω < *δι-στός (που στέκεται ανάμεσα, ταλαντευόμενος) < (δίς) δι- + στ- (μεταπτωτική βαθμίδα όπως και στο ἵστημι) + -άζω [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

διστάζω

  • αμφιβάλλω, διστάζω
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, (1146b)
    ἔνιοι γὰρ τῶν δοξαζόντων οὐ διστάζουσιν, ἀλλ᾽ οἴονται ἀκριβῶς εἰδέναι.
    γιατί κάποιοι από τους ανθρώπους που έχουν μόνο γνώμες δεν έχουν μέσα τους καμιά αμφιβολία και πιστεύουν ότι έχουν ακριβή γνώση.
    Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr


Συγγενικά[επεξεργασία]


Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]