διχοτομήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διχοτομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διχοτομώ
- θα διχοτομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διχοτομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διχοτομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διχοτόμηση