διψασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διψασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διψώ
Μετοχή[επεξεργασία]
διψασμένος -η -ο
- που διψάει, που έχει μεγάλη επιθυμία να πιει νερό
- (μεταφορικά) που επιθυμεί πολύ κάτι
- ↪ διψασμένος για δόξα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- διψασμένος για αίμα: αιμοδιψής, πολεμοχαρής