δοβλέτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοβλέτι | τα | δοβλέτια |
γενική | του | δοβλετιού | των | δοβλετιών |
αιτιατική | το | δοβλέτι | τα | δοβλέτια |
κλητική | δοβλέτι | δοβλέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοβλέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική devlet < αραβική دولة (dawlat)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοβλέτι ουδέτερο και ντοβλέτι
- το κράτος, η κρατική εξουσία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοβλέτι
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)