δογματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δογματισμός < γαλλική dogmatisme < dogmatiser < dogme < λατινική dogma < αρχαία ελληνική δόγμα < δοκέω (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðo.ɣma.tiˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δογματισμός αρσενικό
- η τυφλή προσκόλληση σε δόγματα, χωρίς κριτική σκέψη και χωρίς αποδείξεις
- διατύπωση απόλυτων απόψεων
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφική θεωρία που αποδέχεται το δυνατό της απόλυτης γνώσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δόγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)