δοκιμαστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δοκιμαστήριο τα δοκιμαστήρια
      γενική του δοκιμαστηρίου
δοκιμαστήριου
των δοκιμαστηρίων
    αιτιατική το δοκιμαστήριο τα δοκιμαστήρια
     κλητική δοκιμαστήριο δοκιμαστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοκιμαστήριο < (δοκιμάζω) δοκιμασ- + -τήριον > -τήριο. Δείτε και το ελληνιστικό δοκιμαστήριον (τρόπος ελέγχου).[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ci.maˈsti.ɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοκιμαστήριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]