δοκιμαστικός σωλήνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοκιμαστικός σωλήνας < → δείτε τη λέξη δοκιμαστικός και σωλήνας
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
δοκιμαστικός σωλήνας αρσενικό
- γυάλινος σωλήνας, κλειστός στο ένα άκρο του, που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά εργαστήρια για την εκτέλεση πειραμάτων