δοκώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δοκώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκῶ, συνηρημένος τύπος του δοκέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðoˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐κώ
- ομόηχο: δοκό
Ρήμα[επεξεργασία]
δοκώ
- (ιδιωματικό) πιστεύω και θεωρώ, νομίζω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται σπάνια, κυρίως σε τοπικές διαλέκτους και στην εκκλησιαστική γλώσσα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- «Τι δοκείς;» (τι θαρρείς; τι νομίζεις;)
Συγγενικά[επεξεργασία]
και δείτε τα παράγωγά τους
- αδόκητος
- αδόκιμος
- άδοξος
- δέχομαι
- δόγμα
- δογματικός
- δοκιμή
- δοκίμιο
- δόκιμος
- δόξα
- δοξάζω
- δοχείο
- ευδόκιμος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοκώ
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)