δολάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δολάριο τα δολάρια
      γενική του δολαρίου
δολάριου
των δολαρίων
    αιτιατική το δολάριο τα δολάρια
     κλητική δολάριο δολάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δολάριο < (άμεσο δάνειο) αγγλική dollar < ολλανδική daler / daalder < γερμανική Taler / Thaler < Sankt Joachimsthaler : από την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ < Joachim + -s- + Tal + -er < παλαιά άνω γερμανική tal < πρωτογερμανική *dalą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰol- / *dʰel- (τόξο, αψίδα, καμπυλότητα, κοιλότητα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðoˈla.ɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δολάριο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]