δολιχοδρομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δολιχοδρομῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δολιχοδρομώ < αρχαία ελληνική δολιχοδρομέω / δολιχοδρομῶ < δόλιχος (<δολιχός) + δρόμος

Ρήμα[επεξεργασία]

δολιχοδρομώ

  1. τρέχω ή διανύω μακρύ δρόμο
  2. αγωνίζομαι σε δολιχοδρομία
  3. (μεταφορικά) (σπάνιο) κωλυσιεργώ, παρελκύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]