δον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δον < (άμεσο δάνειο) ιταλική don / ισπανική don < λατινική dominus < domus < πρωτοϊταλική *domos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dṓm < *dem- (χτίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δον αρσενικό άκλιτο (θηλυκό δόνα)

  1. (τίτλος ευγενείας) στην Ισπανία (και στην Ιταλία, προφορά [don])
  2. (παρωχημένο) αφέντης, κύρης (στην Ισπανία)
  3. τίτλος τιμής ιερωμένων της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
    όπως πατήρ
  4. αφεντικό της μαφίας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]