δοξάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοξάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοξάζω < δόξα + -άζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðoˈksa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐ξά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

δοξάζω, αόρ.: δόξασα, παθ.φωνή: δοξάζομαι, π.αόρ.: δοξάστηκα, μτχ.π.π.: δοξασμένος

  1. συμβάλλω στο να γίνει κάποιος ή κάτι ένδοξο(ς)
  2. τιμώ και ευχαριστώ τον θεό με τιμητικούς ή εγκωμιαστικούς ύμνους ή λόγους
  3. (στην παθητική φωνή) δοξάζομαι: αποκτώ δόξα ή φήμη

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δόξα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοξάζω < δόξα + -άζω < δοκέω / δοκῶ < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

δοξάζω

  1. έχω τη γνώμη, πιστεύω
  2. έχω ιδίαν γνώμη

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη δόξα

Πηγές[επεξεργασία]