δορυφορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δορυφορικός η δορυφορική το δορυφορικό
      γενική του δορυφορικού της δορυφορικής του δορυφορικού
    αιτιατική τον δορυφορικό τη δορυφορική το δορυφορικό
     κλητική δορυφορικέ δορυφορική δορυφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δορυφορικοί οι δορυφορικές τα δορυφορικά
      γενική των δορυφορικών των δορυφορικών των δορυφορικών
    αιτιατική τους δορυφορικούς τις δορυφορικές τα δορυφορικά
     κλητική δορυφορικοί δορυφορικές δορυφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δορυφορικός < δορυφόρος + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ɾi.fo.ɾiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

δορυφορικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με δορυφόρο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (μεταφορικά) περιφερειακός, εξαρτημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δορυφορικός δορυφορική τὸ δορυφορικόν
      γενική τοῦ δορυφορικοῦ τῆς δορυφορικῆς τοῦ δορυφορικοῦ
      δοτική τῷ δορυφορικ τῇ δορυφορικ τῷ δορυφορικ
    αιτιατική τὸν δορυφορικόν τὴν δορυφορικήν τὸ δορυφορικόν
     κλητική ! δορυφορικέ δορυφορική δορυφορικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δορυφορικοί αἱ δορυφορικαί τὰ δορυφορικᾰ́
      γενική τῶν δορυφορικῶν τῶν δορυφορικῶν τῶν δορυφορικῶν
      δοτική τοῖς δορυφορικοῖς ταῖς δορυφορικαῖς τοῖς δορυφορικοῖς
    αιτιατική τοὺς δορυφορικούς τὰς δορυφορικᾱ́ς τὰ δορυφορικᾰ́
     κλητική ! δορυφορικοί δορυφορικαί δορυφορικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δορυφορικώ τὼ δορυφορικᾱ́ τὼ δορυφορικώ
      γεν-δοτ τοῖν δορυφορικοῖν τοῖν δορυφορικαῖν τοῖν δορυφορικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δορυφορικός < δορυφόρος + -ικός < δόρυ + φέρω

Επίθετο[επεξεργασία]

δορυφορικός, -ή, -όν

  1. που έχει σχέση με τη φρουρά (με φρουρούς που φέρουν δόρυ), ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ελληνιστική κοινή) που ανήκει στο σώμα των πραιτοριανών
  3. (ουσιαστικοποιημένο) δορυφορικόν: η φρουρά, η σωματοφυλακή

Συγγενικά[επεξεργασία]