δοτήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δοτηρ-
ονομαστική δοτήρ οἱ δοτῆρες
      γενική τοῦ δοτῆρος τῶν δοτήρων
      δοτική τῷ δοτῆρ τοῖς δοτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δοτῆρ τοὺς δοτῆρᾰς
     κλητική ! δοτήρ δοτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  δοτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοτήρ < ασθενές θέμα δο- του παθητικού αορίστου β΄ του δίδωμι + -τήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοτήρ αρσενικό (θηλυκό δότειρα)

  1. συνώνυμο του δότης
  2. αυτός που παρέχει κάτι, ευεργέτης
    ※  θεὸς δοτήρ παντὸς ἀγαθοῦ (1ος αιώνας κε Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς D.H. 2.62)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]