δουλοκτήτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δουλοκτήτης οι δουλοκτήτες
      γενική του δουλοκτήτη των δουλοκτητών
    αιτιατική τον δουλοκτήτη τους δουλοκτήτες
     κλητική δουλοκτήτη δουλοκτήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δουλοκτήτης: πιθανόν περιστασιακή σύνθεση με δουλο- + -κτήτης (όπως ιδιοκτήτης, πλοιοκτήτης) ή προσαρμογή της κατάληξης σε παλιότερο νεολογικό τύπο της καθαρεύουσας δουλοκτήτωρ (μαρτυρείται από το 1858) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δουλοκτήτης αρσενικό

  • ο ιδιοκτήτης δούλων
    ※  Αμοιβή του δούλου δεν υπήρχε αλλά ο δουλοκτήτης εξασφάλιζε στοιχειωδώς παροχή τροφής, καταλύματος, ρούχων. (Θεόδωρος Π. Λιανός, Απλά μαθήματα οικονομίας, εκδ. Παπαζήση, 2015 [1])
    ※  δουλοκτήτης γιὰ τὸ μόνο που νοιάζονταν ἦταν πῶς ὁ δοῦλος νὰ παράγει γιὰ τὴν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν του , ποὺ ὅσο καὶ ἂν ἡ οἰκονομία ἦταν φυσική, ὅμως οἱ ἀνάγκες δὲν παύανε νὰ αὐξάνουν (Στάθης Δρομάζος, Οι δεσμοί του Νεοελληνικού έθνους με την αρχαία Ελλάδα, 1958, σελ. 86)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 305, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου