δροσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δροσιά, δροσία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δροσιά οι δροσιές
      γενική της δροσιάς των δροσιών
    αιτιατική τη δροσιά τις δροσιές
     κλητική δροσιά δροσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δροσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δροσιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δροσία < αρχαία ελληνική δρόσος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðɾoˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρο‐σιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δροσιά θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) ελαφρά ψυχρός και ευχάριστος αέρας ή καιρός
    Κάνει δροσιά, βάλε μια ζακέτα!
  2. (μετεωρολογία) οι σταγόνες που συγκεντρώνονται το πρωί στα φυτά και στο έδαφος
    η πρωινή δροσιά
  3. (συνεκδοχικά) το μέρος που έχει δροσιά (1)
  4. (μεταφορικά) η φρεσκάδα, η νεανικότητα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δροσιά < δροσία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δροσία < αρχαία ελληνική δρόσος

ζητούμενο λήμμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]