δυάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δυάρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυάρα οι δυάρες
      γενική της δυάρας
    αιτιατική τη δυάρα τις δυάρες
     κλητική δυάρα δυάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυάρα < δύο + -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυάρα θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη δύο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]