δυναμιτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυναμιτίζω < δυναμίτιδα + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

δυναμιτίζω (παθητική φωνή: δυναμιτίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]