δυναστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυναστικός η δυναστική το δυναστικό
      γενική του δυναστικού της δυναστικής του δυναστικού
    αιτιατική τον δυναστικό τη δυναστική το δυναστικό
     κλητική δυναστικέ δυναστική δυναστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυναστικοί οι δυναστικές τα δυναστικά
      γενική των δυναστικών των δυναστικών των δυναστικών
    αιτιατική τους δυναστικούς τις δυναστικές τα δυναστικά
     κλητική δυναστικοί δυναστικές δυναστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυναστικός < δυνάστης + -ικός και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dynastique

Επίθετο[επεξεργασία]

δυναστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον δυνάστη και τη δυναστεία
    Α' δυναστικός πόλεμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]