δυναστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυναστικός < δυνάστης + -ικός και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dynastique
Επίθετο[επεξεργασία]
δυναστικός, -ή, -ό