δυνατά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυνατά < δυνατός

Επίρρημα[επεξεργασία]

δυνατά

  1. με δύναμη
  2. (για ήχο) με ένταση
    φώναζε δυνατά για να τον ακούσουν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δυνατά