δυσπαρευνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσπαρευνία < νεολατινική dyspareunia < αρχαία ελληνική δυσπάρευνος + -ία < δυσ- + πάρευνος < παρά + εὐνή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðis.pa.ɾevˈni.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσπαρευνία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία η συνουσία είναι επώδυνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσπαρευνία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)