δυσπεψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσπεψία < ελληνιστική κοινή δυσπεψία < αρχαία ελληνική δύσπεπτος < δυσ- + πέψις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσπεψία θηλυκό
- (φυσιολογία) διαταραχή της πέψης που εκδηλώνεται με διάφορα στομαχικά ενοχλήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δυσπεπτικός
- δύσπεπτος
- → δείτε τις λέξεις δυσ- και πέψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσπεψία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)