δυσπιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσπιστία < ελληνιστική κοινή δυσπιστία < δύσπιστος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσπιστία θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- πρόταση δυσπιστίας: (πολιτική) διαδικασία με την οποία ζητείται να αρθεί η εμπιστοσύνη και η στήριξη των βουλευτών προς την κυβέρνηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσπιστία