δωδέκατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δωδέκατος < → λείπει η ετυμολογία
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δωδέκατος, -η, -ο
- (τακτικό) που ακολουθεί τον ενδέκατο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν 12
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- την δωδεκάτη ώρα: την τελευταία στιγμή