δωδεκαδάκτυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δωδεκαδάκτυλο τα δωδεκαδάκτυλα
      γενική του δωδεκαδακτύλου
δωδεκαδάκτυλου
των δωδεκαδακτύλων
    αιτιατική το δωδεκαδάκτυλο τα δωδεκαδάκτυλα
     κλητική δωδεκαδάκτυλο δωδεκαδάκτυλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωδεκαδάκτυλο, σύνθετη λέξη < δώδεκα + δάκτυλο < μεσαιωνική ελληνική δωδεκαδάκτυλος (ἔκφυσις)
Ονομάστηκε από τον Ηρόφιλο που μέτρησε το μήκος του όσο 12 δάκτυλα τοποθετημένα εγκάρσια.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δωδεκαδάκτυλο και δωδεκαδάχτυλο ουδέτερο

  • το αρχικό τμήμα του λεπτού εντέρου, που συνδέεται με το στομάχι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]