δωρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωρίζω < μεσαιωνική ελληνική δωρίζω < αρχαία ελληνική δῶρον + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

δωρίζω (παθητική φωνή: δωρίζομαι)

  1. κάνω δώρο
     συνώνυμα: χαρίζω
  2. κάνω μια δωρεά

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωρίζω < Δωρίς / Δωριεύς + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

δωρίζω

  1. μιμούμαι τους Δωριείς στον τρόπο ζωής
  2. μιλάω όπως οι Δωριείς, μιλάω τη δωρική γλώσσα