δόξα τω Θεώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόξα τω Θεώ < (εκκλησιαστικό) δόξα τῷ Θεῷ ([ας αναπέμψουμε] ύμνο ευχαριστίας προς τον Θεό, σε δοτική).
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðo.ksa to‿θeˈo/
Έκφραση[επεξεργασία]
δόξα τω Θεώ
- έκφραση ευχαριστίας στον Θεό για κάτι καλό που μας συνέβη
- έκφραση που δηλώνει την ανακούφισή μας για την αποτροπή ενός κακού