δύσπεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δύσπεπτος < αρχαία ελληνική δύσπεπτος < πέψις
Επίθετο[επεξεργασία]
δύσπεπτος
- (φυσιολογία) που δύσκολα χωνεύεται από το πεπτικό σύστημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δύσπεπτος
|