είκοσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

είκοσι < αρχαία ελληνική εἴκοσι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.ko.si/

Αριθμητικό[επεξεργασία]

είκοσι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

είκοσι ουδέτερο ή θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. ουδέτερο: ο ανώτερος σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
    πήρε το πρώτο του είκοσι στα μαθηματικά
     συνώνυμα: εικοσάρι
  2. ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 20
    μου δίνετε το κλειδί για το είκοσι σας παρακαλώ;
  3. ουδέτερο: το έτος 1920 και ή δεκαετία του 1920
  4. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
    στα είκοσί του πήγε φαντάρος
  5. θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
    στις είκοσι του μηνός

Παράγωγα[επεξεργασία]

αριθμητικά
απόλυτο: είκοσι
ψηφίο: εικοσάρι
τακτικό: εικοστός
πολλαπλασιαστικό:  εικοσαπλός
αναλογικό: εικοσαπλάσιος
περιληπτικό: εικοσάδα, εικοσαριά  
επίρρημα: εικοσάκις
πρόθημα: εικοσα-
 
χρονικά
λεπτά: εικοσάλεπτο
ώρες: εικοσάωρο
ημέρες: εικοσαήμερο
μήνες: εικοσάμηνο
έτη: εικοσαετία
διάρκεια: εικοσαετής, εικοσαετές - εικοσάχρονος, εικοσάχρονη, εικοσάχρονο  

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]