εβονίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εβονίτης οι εβονίτες
      γενική του εβονίτη των εβονιτών
    αιτιατική τον εβονίτη τους εβονίτες
     κλητική εβονίτη εβονίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εβονίτης < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική ebonite [1] ή γαλλική ébonite < ebony < με απώτερη αρχή την αρχαία ελληνική ἔβενος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εβονίτης αρσενικό

  • (χημεία) μονωτικό υλικό μαύρου χρώματος και μεγάλης σκληρότητας που παράγεται από κατεργασία του καουτσούκ με θείο (βουλκανισμό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]