εγγράφομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγγράφομαι < παθητικό του ρήματος εγγράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

εγγράφομαι

  1. γράφομαι σε μία επίσημη ομάδα, κατάλογο, λίστα, κατηγορία
    εγγράφομαι στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, στο στρατό (και κατατάσσομαι), στο ληξιαρχείο (και απογράφομαι), στο μητρώο αρρένων, στις λίστες υποψηφίων για τις εκλογές, στους εκλογικούς καταλόγους κ.λπ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]