εγκάρδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγκάρδιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκάρδιος η εγκάρδια το εγκάρδιο
      γενική του εγκάρδιου της εγκάρδιας του εγκάρδιου
    αιτιατική τον εγκάρδιο την εγκάρδια το εγκάρδιο
     κλητική εγκάρδιε εγκάρδια εγκάρδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκάρδιοι οι εγκάρδιες τα εγκάρδια
      γενική των εγκάρδιων των εγκάρδιων των εγκάρδιων
    αιτιατική τους εγκάρδιους τις εγκάρδιες τα εγκάρδια
     κλητική εγκάρδιοι εγκάρδιες εγκάρδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκάρδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκάρδιος < ἐν (εγ-) + καρδία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cordial)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eŋˈɡaɾ.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκάρ‐δι‐ος
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κάρ‐δι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

εγκάρδιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καρδιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]