εγκάρσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
εγκάρσια
- άλλη μορφή του εγκαρσίως (κατά εγκάρσιο τρόπο, κάθετα προς τον άξονα του μήκους)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκάρσια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εγκάρσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εγκάρσιος