εγωλάτρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγωλάτρης οι εγωλάτρες
      γενική του εγωλάτρη των εγωλατρών
    αιτιατική τον εγωλάτρη τους εγωλάτρες
     κλητική εγωλάτρη εγωλάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγωλάτρης < (καθαρεύουσα) ἐγωλάτρης. Μορφολογικά αναλύεται σε εγώ + -λάτρης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ɣoˈla.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γω‐λά‐τρης
ομόηχο: εγωλάτρις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εγωλάτρης αρσενικό (θηλυκό εγωλάτρις)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]