εδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μεσαιωνική λέξη (ἐδικὸς) < ἰδικὀς
Αντωνυμία[επεξεργασία]
εδικός
- δικός, που ανήκει σε κάποιον
Επίθετο[επεξεργασία]
εδικός, -ή, -ό