εδραίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εδραίωση οι εδραιώσεις
      γενική της εδραίωσης* των εδραιώσεων
    αιτιατική την εδραίωση τις εδραιώσεις
     κλητική εδραίωση εδραιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εδραιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εδραίωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἑδραίω(σις) + -ση [1] < (ελληνιστική κοινή) ἑδραιόω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εδραίωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]