εθισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εθίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εθισμένος -η -ο
- που έχει υποστεί εθισμό σε κάποια ουσία ή κάποια κατάσταση