εθιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθιστικός η εθιστική το εθιστικό
      γενική του εθιστικού της εθιστικής του εθιστικού
    αιτιατική τον εθιστικό την εθιστική το εθιστικό
     κλητική εθιστικέ εθιστική εθιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθιστικοί οι εθιστικές τα εθιστικά
      γενική των εθιστικών των εθιστικών των εθιστικών
    αιτιατική τους εθιστικούς τις εθιστικές τα εθιστικά
     κλητική εθιστικοί εθιστικές εθιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθιστικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐθιστικός. Συγχρονικά αναλύεται σε (εθίζω) εθισ- + -τικός. [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.θi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θι‐στι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

εθιστικός, -ή, -ό

  • που προκαλεί εθισμό
    Η νικοτίνη είναι εθιστική ουσία.
    μια ουσία ασφαλής, μη εθιστική
     αντώνυμα: μη εθιστικός


Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]