ειδυλλιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειδυλλιακός < ειδύλλι(ον) < + -ακός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ði.li.aˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.ði.li.aˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.ði.li.aˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ειδυλλιακός
- ευχάριστος, ιδανικός
- ↪ ειδυλλιακό τοπίο
- (λογοτεχνία) που έχει σχέση με το λογοτεχνικό είδος ειδύλλιο
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ειδυλλιακά
- ειδιυλλιακώς (παρωχημένο)