ειρήσθω εν παρόδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειρήσθω εν παρόδω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εἰρήσθω ἐν παρόδῳ < λόγια μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική εἰρήσθω «ας ειπωθεί, ας λεχθεί» (προστακτική παθητικού παρακειμένου του λέγω) & η φράση ἐν παρόδῳ (πρόθεση ἐν + δοτική του πάροδος, ελληνιστική σημασία: επ' ευκαιρία, ακροθιγώς, αρχαία σημασία: διέλευση, πέρασμα, πλαϊνός δρόμος) [1][2][3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈɾisθo en‿paˈɾoðo/

Έκφραση[επεξεργασία]

ειρήσθω εν παρόδω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

περιφραστικά:

  • ας λεχθεί με την ευκαιρία αυτή
  • ας (μου) επιτραπεί να πω/προσθέσω...
  • ας ξεφύγουμε για λίγο από το θέμα και ας πούμε (ότι ...)

επίσης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ειρήσθω
  2. πάροδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «ειρήσθω εν παρόδω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)