εισακτέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισακτέος: αρχαία ελληνική εἰσακτέος ρηματικό επίθετο σε -τέος από το ρήμα εἰσάγω
Επίθετο[επεξεργασία]
εισακτέος -α -ο
- που πρέπει να εισαχθεί, που έχει το δικαίωμα να εισαχθεί
- τα άτομα που θα κριθούν εισακτέα πρέπει να προσκομίσουν επικυρωμένο αντίγραφο του πτυχίου τους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εισακτέος αρσενικό
- αυτός που δικαιούται να εισαχθεί σε μια Ανώτατη Σχολή
- ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εισακτέος
|