εισπλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισπλέω < αρχαία ελληνική εἰσπλέω
Ρήμα[επεξεργασία]
εισπλέω
- (ναυτικός όρος, λόγιο) εισέρχομαι σε λιμάνι
Δείτε επίσης : εἰσπλέω |
εισπλέω