εισπράττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισπράττω < αρχαία ελληνική εἰσπράττω< εις + πράττω

Ρήμα[επεξεργασία]

εισπράττω

  1. παίρνω τα χρήματα που πληρώνει αυτός που αγόρασε αγαθά ή υπηρεσίες, για εξόφληση δανείων κλπ
  2. (γενικότερα) παίρνω, δέχομαι κάτι
    τους έκανα μια ευνοϊκότερη πρόταση αλλά πάλι εισέπραξα την άρνησή τους
  3. δέχομαι κάτι που έγινε ή ειπώθηκε με έναν ορισμένο τρόπο, ερμηνεύω
    το παιδί εισπράττει την κριτική από τη μητέρα του ως έλλειψη αποδοχής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]