εκατοστάρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκατοστάρικο < εκατοστάρ(ι) + -ικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκατοστάρικο ουδέτερο
- (νόμισμα) χαρτονόμισμα εκατό δραχμών (ή σπάνια, ευρώ)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκατοστάρικο
|