εκβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκβάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + βάλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
εκβάλλω
- (αμετάβατο) (για ποταμό) χύνομαι, καταλήγω
- (μεταβατικό) βγάζω κάποιον έξω από ένα χώρο, συνήθως με βίαιο τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη βάλλω