εκκενώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκκενώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκκενώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκενώνω
- θα εκκενώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκενώνω