εκκολάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκκολάπτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκολάπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκολάπτω < ἐκ (εκ-) + κολάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *qolə (τρυπώ, σκάβω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.koˈla.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐κο‐λά‐πτω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκκολάπτω, πρτ.: εκκόλαπτα, αόρ.: εκκόλαψα, παθ.φωνή: εκκολάπτομαι, π.αόρ.: εκκολάφθηκα/(εκκολάφτηκα)

  1. συμβάλλω στην ανάπτυξη ενός πτηνού μέσα στο αβγό του και στην εν καιρώ έξοδό του απ’ αυτό
  2. (μεταφορικά) συμβάλλω στη σύλληψη, διαμόρφωση και ανάπτυξη μιας ιδέας ή κάποιου πράγματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: οι τύποι με -φτ- εκκολαφτώ, εκκολάφτηκα είναι σπανιότεροι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]