εκπυρσοκροτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκπυρσοκροτώ < εκ- + πυρσός + -ο- + κροτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

εκπυρσοκροτώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]