εκσπερμάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκσπερμάτωση οι εκσπερματώσεις
      γενική της εκσπερμάτωσης* των εκσπερματώσεων
    αιτιατική την εκσπερμάτωση τις εκσπερματώσεις
     κλητική εκσπερμάτωση εκσπερματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκσπερματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκσπερμάτωση < εκσπερματώ(νω) + -ση[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκσπερμάτωση θηλυκό

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]